- περιαυγάζω
- ΝΜΑφέγγω ολόγυρα, διαχέω λάμψη παντούνεοελλ.μτφ. κάνω κάποιον ένδοξο, λαμπρύνωαρχ.μτφ. θαμπώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + αὐγάζω «φωτίζω, λάμπω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιαυγάζει — περιαυγάζω beam round about pres ind mp 2nd sg περιαυγάζω beam round about pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυγάζοντα — περιαυγάζω beam round about pres part act neut nom/voc/acc pl περιαυγάζω beam round about pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυγαζούσης — περιαυγάζω beam round about pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυγαζόμενοι — περιαυγάζω beam round about pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυγαζόμενος — περιαυγάζω beam round about pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυγασθεῖσαν — περιαυγάζω beam round about aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυγασθέντες — περιαυγάζω beam round about aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυγασθήσονται — περιαυγάζω beam round about fut ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυγάζεσθαι — περιαυγάζω beam round about pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυγάζεται — περιαυγάζω beam round about pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)